«Από ‘Δω και Πάνω δεν Φοβάμαι.»
Σχεδίαζα αυτή τη συνέντευξη επί μήνες. Την ήθελα οπωσδήποτε για το τεύχος 17, δηλαδή για τα τρία χρόνια του ΖΕΝΙΘ . Ήθελα να είναι η κύρια συνέντευξη του επετειακού μας τεύχους. Γιατί ο Γιάννης Αγγελάκας είναι, από πολλές απόψεις, ένας καλλιτέχνης που βρίσκεται πολύ κοντά στο πνεύμα και στο ύφος αυτού του περιοδικού -είναι ένας από τους λιγοστούς αντιστάρ στην Ελλάδα που συνεχίζουν να μας εμπνέουν. Αλλά με τον Γιάννη πολλά πράγματα είναι απρόβλεπτα. Παρ’ ότι γνωριζόμαστε χρόνια -η Μίλιτσα τον γνωρίζει μάλιστα από το 1993, όταν ήθελε να ανεβάσει τις Τρύπες για να παίξουν στο αποκλεισμένο από το εμπάργκο και πόλεμο Βελιγράδι- και έτυχε να κάνουμε διάφορες μεθυσμένες συζητήσεις στα μπαρ Berlin και Residence , εντούτοις το να κλείσεις μια συνέντευξη μαζί του είναι μια μικρή περιπέτεια. Ο ίδιος δεν πολυδίνει συνεντεύξεις, αλλά για το ΖΕΝΙΘ , το οποίο παρακολουθεί και διαβάζει, θα έκανε μια μικρή εξαίρεση. Κάποιες αναβολές και κάποιες «έκτακτες δουλειές» καθυστέρησαν τη συνάντησή μας. Τελικά η συνέντευξη αυτή πάρθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, καθώς το περιοδικό ήταν έτοιμο να φύγει στο τυπογραφείο. Πάρθηκε στις παραμονές της 17 Νοέμβρη για το 17 ο τεύχος μας.
Συναντήσαμε τον Γιάννη στο απόμερο σπίτι του έξω από την Επανομή. Ήταν νύκτα και είχε στο δρόμο μια πυκνή ομίχλη, που θύμιζε μακάβρια τρανσυλβανική ατμόσφαιρα. Ο «Δράκουλας» μας περίμενε καλοσυνάτα και μας κέρασε τσικουδιές. Ήταν μαζί του και ο Γιάγκος, ένας καλός φίλος του, μουσικός από τα Ανώγεια της Κρήτης. Κάτσαμε όλοι μαζί, ήπιαμε, χαλαρώσαμε κι αρχίσαμε τη συζήτηση. Πέταξα στην άκρη τις ερωτήσεις που είχα σημειώσει και άφησα την κουβέντα να με παρασύρει μαζί με μια «Άγρια των Άστρων Μουσική». Δεν θα κάναμε συνέντευξη, σκέφτηκα. Θα κάναμε απλώς μια «Ζενιθιανή συζήτηση» και ό,τι βγει. Ιδού το αποτέλεσμα.
Συνέντευξη στον Γιώργο Στάμκο και στη Μίλιτσα Κοσάνοβιτς
Γιώργος Στάμκος: Γιάννη πόσα χρόνια ασχολείσαι με τη μουσική;
Ξέρω ‘γώ; Από μικρός μάλλον, έγραφα στιχάκια έτσι κι αλλιώς. Είκοσι χρονών άρχισα να συνειδητοποιώ ότι δεν θέλω να δουλέψω, δεν θέλω να κάνω τίποτα άλλο, ονειρευόμουν ότι θα ζω φτιάχνοντας μουσική. Και όλα αυτά με το δεδομένο ότι δεν έχω πάει ούτε ωδείο, ούτε έχω κάποια ιδιαίτερη μουσική μόρφωση. Μεγάλωσα σε εργατική οικογένεια, φτωχά, δεν είχαμε λεφτά για πολλά, αλλά βέβαια το κατάφερνα να έχω ένα πικάπ, αγόραζα κανένα δίσκο, ήμουν ακροατής συνειδητός από 15 χρονών. Δηλαδή περίμενα οι γονείς μου να φύγουν από το σπίτι για να μείνω μόνος μου με τη μουσική, για να ταξιδέψω.
Γ.Σ. Τη δεκαετία του 1970;
Τότε ήμουν στην εφηβεία, αλλά τις μεγάλες αποφάσεις τις πήρα αργότερα. Το μυαλό μου άνοιξε κανονικά την δεκαετία του 1980. Γιατί το 1980 ήμουν είκοσι χρονών.
Γ.Σ. Και φυσικά το « soundtrack » της ζωής σου ήταν το ροκ. Ή μήπως δεν ήταν ;
Ναι. Όπως και οι περισσότεροι της γενιάς μου. Τα πρώτα μου ταξίδια τα έκανα με το « The Dark Side of the Moon » των Pink Floyd . Περίμενα, που λες, να φύγουν οι γονείς, για να ξαπλώσω και να ακούσω αυτή τη μουσική.
Γ.Σ. Αλλά το ροκ ήταν τότε κι ένας τρόπος ζωής, μια ιδεολογία, έτσι δεν είναι; Η γενιά που βίωσε το ρόκ στα πρώτα του τα βήματα, αλλιώς το έβλεπε, σε σχέση με σήμερα.
Ήταν και άλλες εποχές. Η εποχή που μεγαλώσαμε εμείς ήταν λιγότερο καταναλωτική, χωρίς τηλεόραση, δεν κλεινόταν ο κόσμος μέσα, η Θεσσαλονίκη από τη μεταπολίτευση μέχρι το 1984 ήταν «φλεγόμενη πόλη» -για μια δεκαετία ήταν υπέροχη!
Γ.Σ. Το 1987 είχα έρθει σε μια συναυλία με τις Τρύπες για τους αντιρρησίες συνείδησης και μου έκανε μεγάλη εντύπωση η ενέργεια που έβγαινε. Εκείνη την εποχή υπήρχε στην πόλη μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, ενέργεια και άγρια ομορφιά.
Κοίταξε, από 15 χρονών κατέβαινα στο κέντρο. Ζούσα στη Νεάπολη και έψαχνα να βρω που είναι τα ροκ στέκια -δεν ξέρω, μην με ρωτάς γιατί και πως, όλα αυτά βγαίνουν από ένστικτο. Υπήρχαν κάτι υπόγεια, απέναντι από τα πανεπιστήμια, π.χ. η «Κατμαντού», που παίζανε κάποιοι πριν από εμάς. Η Θεσσαλονίκη είχε μια λίγο πιο παλιομοδίτική ροκ, αλλά εξίσου πολύ ενδιαφέρουσα και περιπετειώδη ροκ σκηνή: παιδιά που ήταν φρικιά, που ζούσαν στο δρόμο, που ήμασταν από ‘δω και από κει και παίζανε κιθάρες και παίζανε όλο εκείνο το παλιομοδίτικο ροκ, αλλά υπήρχε. Υπήρχε πολύ ένταση τότε στη Θεσσαλονίκη στα πρώτα χρόνια μετά τη χούντα.
Γ. Σ. Υπήρχε και πολύ νεολαία.
Ναι. Από ‘κει και πέρα η πόλη έπαιρνε φωτιά κανονικά. Υπήρχαν μπαρ, στέκια, τότε είχε σκάσει μύτη και το πανκ κι εκεί για μας ήταν το οριακό σημείο, όπου αποφάσισα ότι «δεν πειράζει που δεν ξέρω να κάνω μουσική, αφού θέλω να κάνω μουσική, θα την κάνω», ήταν λοιπόν όταν άκουσα Sex Pistols . Μέχρι τότε ψαχνόμουνα, έπαιζα κιθάρα, αλλά πάντα ένιωθα μειονεκτικά ότι, επειδή δεν έχω πάει ωδεία, δεν θα τα καταφέρω ποτέ να κάνω μουσική. Βέβαια ήμασταν και λίγο χαμένοι αισθητικά. Πιτσιρίκια ήμασταν και μας τραβούσε και το art rock , πριν έρθει ακόμη το πανκ, γιατί το ροκ είχε καταρρεύσει. Το είχαν ρίξει στην πρέζα, τα είχαν ρίξει όλα. Οι μεγάλες στιγμές του ροκ ήταν την δεκαετία του 1960. Δεν τις πρόλαβα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 προλάβαμε τον απόηχό της, και πάνω που πήγαμε να κουραστούμε ήρθε το πανκ.
Γ.Σ. Πιστεύεις ότι το ροκ έχει πεθάνει τέλος της δεκαετίας του 1960;
Όχι, εμένα δεν με απασχολούσε ποτέ το ροκ. Το ροκ στην Ελλάδα έχει γίνει πολύ παραφιλολογία. Έβγαινε και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τότε, τη δεκαετία του 1970 και τις αρχές του 1980, και ήταν ροκ. Φυλαγόμουν και ήθελα να είμαι μακριά από αυτές τις ταμπέλες, και με τις Τρύπες που παίζαμε και μας έλεγαν «παίζετε ροκ», «όχι», τους λέγαμε «παίζουμε μουσική». Αυτή είναι η μουσική που θέλουμε να παίξουμε. Αν λέγεται ροκ εντάξει, αλλά δεν είχα την αίσθηση ότι είχα να στηρίξω κάτι πάνω στην λέξη ροκ . Φρόντιζα πάντα σαν πιτσιρικάς -αφού σου έλεγα, εμένα η ιστορία είναι η ζωή- όπως το έχει πει ο.. «είμαστε στην αντιπολίτευση που ονομάζεται ζωή». Είχα ταυτιστεί τότε με αυτή τη δήλωσή του.
Μίλιτσα Κοσάνοβιτς.: Ακούγεται λίγο εγωιστικό, γιατί σίγουρα σε επηρέασαν οι μουσικές που άκουγες τότε και στη πλειοψηφία τους ήταν ροκ.
Φυσικά και με επηρέασαν, αλλά δεν μ’ άρεσε ποτέ να μιλήσω για την ιδεολογία του ροκ. Δεν φαινόταν ότι υπήρχε και μια ιδεολογία γιατί φαινόταν σιγά-σιγά ότι πάνω στο θέμα ροκ παιζόταν η μουσική βιομηχανία, έβγαιναν οι διάφοροι ντόπιοι που έλεγαν ότι παίζουν ροκ, γιατί και εμείς να πούμε ότι παίζουμε ροκ; Παίζαμε αυτό που παίζαμε, ξέραμε αυτό που αγαπάμε. Άλλωστε όλα ήταν ροκ, τότε αν ήταν όλα ροκ, δεν έχει καμία σημασία. Το να κουβεντιάζουμε τι είναι ροκ και τι δεν είναι μου φαίνεται λίγο κόλλημα. Καλύτερα να δούμε τι είναι ανθρώπινο, τι δεν είναι, τι είναι αληθινό. Και έτσι ήμουν πάντα με τις Τρύπες . Διαφωνούσα πάντα με την ροκ φιλολογία. Όπως και όταν μου λέει κανείς «είσαι ποιητής», εγώ του λέω ότι «γράφω τραγούδια».
Μ.Κ. Πάντα συνέδεες τα ποιήματα που γράφεις με μουσική; Δηλαδή τα γράφεις εξ’ αρχής ως τραγούδια που τραγουδιούνται και όχι ως ανάγκη της ψυχής να βγάλει κάποιο ιδιαίτερο λόγο.
Πολλά τραγούδια, όταν βγαίνουν, μπορεί να πάρουν φόρα και να γράψεις και ολόκληρο κείμενο. Δεν έχει σημασία αλλά τα πιο πολλά τραγούδια έβγαιναν αφού έγραφα ένα κείμενο, και μετά έβλεπα τι μ’ αρέσει από μέσα, γιατί μ’ αρέσει να βγαίνουν σε τετράστιχα, με ρίμα. Πιστεύω ότι αυτό έχει μια μαγεία και μια δύναμη και ότι έτσι θα τρυπώσω πιο εύκολα μέσα στον άλλον.
Γ. Σ. Γιάννη, έχεις ποτέ την αίσθηση ότι θα τρελαθείς αν δεν βγάλεις αυτό που έχεις και κουβαλάς μέσα σου;
Όχι, γιατί από μικρός το έβγαζα! Είχα τον τρόπο μου…
Γ.Σ. Εγώ πιστεύω πως οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι «τρελοί που αυτό-θεραπεύτηκαν». Δηλαδή, αν δεν είχαν την τέχνη, θα ήταν και διανοητικά χαμένοι.
Ωραίες ιστορίες είναι αυτές, αλλά νομίζω πως όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους εν δυνάμει σχιζοφρενείς. Έχουμε μέσα μας και την τρέλα. Η Τέχνη έχει να κάνει με τον έλεγχο και τη συμφιλίωση σου με την τρέλα σου. Κανένας δεν θεραπεύεται με την τέχνη. Κάποιοι την ελέγχουν έτσι. Κάποιοι δεν την ελέγχουν και πάνε στα τρελάδικα.
Μ.Κ. Οι πιο σκοτεινές στιγμές που βιώνει ο καθένας μας μέσα στην ψυχή του. Όταν πραγματικά αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχει χειρότερη κατάσταση απ’ αυτή που βιώνεις, για τα πάντα γύρω σου, ότι είσαι στον πάτο και κάπως πρέπει να σηκωθείς από κει. Το έχεις βιώσει αυτό;
Το έχω βιώσει πάρα πολλές φορές, αλλά η διαφορά είναι ότι δεν ένιωθα ποτέ ότι ήμουνα στον πάτο, ότι δεν γινόταν χειρότερα. Νομίζω ότι όταν βιώνεις πράγματα, έστω κι αν αυτά είναι πολύ οδυνηρά όταν τα βιώνεις, στο βάθος υπάρχει μια διεστραμμένη χαρά, δηλαδή υπάρχει, ζεις και σου ‘χουν έρθει και δύσκολα. Αυτή είναι η ζωή. Λες τώρα περνάω πολύ δύσκολα, αλλά εγώ τι κάνω εδώ μέσα; Δεν είχα παθητική σχέση με τις συναισθηματικά χαμηλά εποχές μου, όταν τα πράγματα ήταν πολύ σκούρα. Πέρασα πολύ δύσκολα, αλλά πάντα -δεν ήταν αισιοδοξία νομίζω- ένιωθα δυνατός.
Μ.Κ. Από πού αντλούσες αυτή τη δύναμη;
Τώρα μπαίνουμε στα βαθιά. Είχα μια πίστη πάντα. Μια πίστη ότι όλα αξίζουν, ότι όλα έχουν νόημα. Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσει κανείς, παρ’ ότι μόνο κάποιοι το βλέπουν. Το θέμα δεν είναι αν υπάρχει Θεός ή δεν υπάρχει Θεός, αν υπάρχει ζωή μεταθάνατον ή ζωή πριν το θάνατο. Το ερώτημα είναι ένα και μόνο: Έχω νόημα; Όλο αυτό έχει νόημα, έχει Λόγο; Κι εκεί πέρα δεν ξέρω ποιος ακριβώς απαντάει μέσα σου, αλλά κάποια στιγμή απαντάς. Δεν αναζητώ το νόημα, αλλά ξέρω ότι οι ζωές μας έχουν νόημα, οι δυσκολίες μας, οι χαρές μας. Κι από την ευτυχία μαθαίνουμε. Πιο εύκολα μαθαίνουμε από την ευτυχία! Αν μαθαίναμε από τη δυστυχία ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος.
Γ.Σ. Αν δεν υποφέρεις, αν δεν ταλαιπωρηθείς δε μαθαίνεις; Ο πόνος παράγει γνώση.
Αν ίσχυε αυτό Γιώργο, δεν θα ‘μασταν τώρα καλύτερα; Έχουμε πίσω μας χιλιάδες χρόνια πολιτισμού και δεν έχουμε μάθει από τις δυστυχίες μας.
Μ.Κ. Κάποιοι λένε πως οι περισσότεροι καλλιτέχνες έχουν περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια και αυτό λειτούργησε ως πυροκροτητής για να εκφράσουν την τέχνη τους.
Και σαν παιδιά ζούμε δύσκολα χρόνια και σαν άντρες πάλι δύσκολα χρόνια ζούμε. Δεν συμβαίνει ότι μαθαίνουμε μέσα από τον πόνο, διότι αν μαθαίναμε ο κόσμος θα ήταν καλύτερος, εφόσον ο άνθρωπος -απ’ όλα όσα ξέρουμε- μια ζωή υπέφερε. Πιστεύω πως μέσα από την ευτυχία μαθαίνουμε. Την ευτυχία, όχι την καλοπέραση ή το βόλεμα.
Γ.Σ. Τι σημαίνει για σένα ευτυχία;
Η πληρότητα, το να βιώνεις, να ζεις, να είσαι Παρών.
Γ.Σ. Και να μην αφήσεις την αυταρέσκεια να σε κατασπαράξει.
Αν είσαι Παρών δεν μπορείς να είσαι αυτάρεσκος.
Μ.Κ. Το Από ‘δώ και Πάνω είναι γεμάτο από έκρηξη αγάπης και θετικής ενέργειας -για όσους βέβαια μπορούν να το ακούσουν και να το αισθανθούν. Αυτή η μουσική που παίζετε, και μάλιστα είστε περίπου 15 μουσικοί, συνδέει όλες τις μουσικές: και τζαζ και ροκ, και λαϊκό, και κρητική μουσική και ρεμπέτικο. Μου φάνηκε πως πίσω από αυτή τη δουλειά σου βρίσκεται ένας έρωτας, μία φωτισμένη κατάσταση…
Δεν δουλεύω έτσι Μίλιτσα. Δεν μπορώ να σου πω τι υπήρχε από πίσω. Δεν υπάρχει τίποτα από πίσω! Το να βλέπεις ότι μέσα έχει ρεμπέτικο κ.α. Αυτό το είπα κι εγώ αφού το άκουσα. Όχι όταν το έστηνα. Όταν ψάχναμε τους μουσικούς. Όταν πήγα στα Ανώγεια και τους έδωσα το στίχο για να το κάνουν κι αυτοί στα κρητικά. Δούλευα κάτω από την επήρεια μιας μανίας, μιας σύλληψης που δεν ήξερα ποια είναι και δεν μ’ ενδιαφέρει κιόλας. Ένιωθα πιο πολύ εργάτης μιας ιδέας. Δεν ήταν εύκολη ιδέα. Όταν μ’ επισκέφτηκε η ιδέα, όταν αποφάσισα τα επόμενα χρόνια της ζωής μου να τ’ αφιερώσω σ’ αυτήν. Δεν είναι τόσο απλό, όσο ακούγεται. Μου πήρε τέσσερα χρόνια, αλλά απ’ αυτά είχα την ιδέα μέσα στο μυαλό μου τα δύο χρόνια, τα υπόλοιπα έκανα πρόβες, γυρνούσαμε. Θα μπορούσε να γίνει με πυκνή δουλειά σε ένα με ενάμισι χρόνο. Αλλά δεν μπορούσα ν’ αφοσιώνομαι μόνο σ’ αυτό. Δεν είχα και λεφτά. Έπρεπε να κάνω και κάτι για να ζήσω. Δεν τα είχα σκεφτεί όλα αυτά τα πράγματα. Με είχαν επισκεφθεί. Είχαν πολύ δουλειά. Έπρεπε να τρέξω στην Κρήτη, να οργανώσω ένα πράγμα το οποίο στο τέλος το άκουσα κι εγώ σαν ακροατής, όπως το ακούς κι εσύ. Δεν το έκανα σαν μουσικολόγος. Αλλά ήταν πολύ καθαρό μέσα μου. Είχα τον στόχο. Ήξερα τι ήθελα. Τι πετάω, τι κρατάω. Και δούλεψα έτσι κάποια χρόνια.
Γ.Σ. Θα ήθελα λίγο χρονολογικά να πάμε πίσω. Οι Τρύπες αφήσανε το στίγμα τους σε μια ολόκληρη εποχή. Τι νοσταλγείς από εκείνη την εποχή;
Δεν νοσταλγώ. Δεν το ξέρω αυτό το συναίσθημα. Με πιάνει μόνο μια μεταφυσική νοσταλγία, δηλαδή μπορεί να ονειρευτώ ένα βράδυ ότι πετάω και το πρωί να ξυπνήσω με τη φοβερή νοσταλγία ότι κάποτε πετούσα. Τέτοιου είδους νοσταλγίες έχω αντιμετωπίσει στη ζωή μου. Εντάξει όταν ήμουνα για ενάμισι χρόνο στο Νικολαϊδη και κάναμε την ταινία (σ.σ. εννοεί το Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα ) κάποια στιγμή μου ‘λείψαν οι παρέες μου. Ένιωσα μια νοσταλγία στο να ζήσω στη Θεσσαλονίκη με τους φίλους μου.
Γ. Σ. Πως αισθάνθηκες που ξαφνικά ο σκηνοθέτης Νίκος Νικολαϊδης μας άφησε;
Ακόμα δεν το έχω πιστέψει! Αρχίζω να το πιστεύω σιγά-σιγά αλλά. Με τον Νικολαϊδη είχαμε γνωριστεί το 1994 σε ένα χώρο που παίζαμε τότε στην Αθήνα. Ήξερα βέβαια τις ταινίες του. Τον λάτρευα. Η Γλυκιά Συμμορία είναι ταινία Σημαία για ‘μένα.
Γ. Σ. Πως έγινε να παίξεις στην ταινία του Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα ; Στο πρότεινε ο ίδιος;
Με «φλέρταρε» καιρό. Πολλά χρόνια το συζητούσαμε. Του έλεγα «άσε με», «δεν έχω καιρό». Κάποια στιγμή πια είχε γίνει πολύ πιεστικός, μου είχε φέρει το σενάριο. Εντάξει, είχαμε αγαπηθεί. Είχαμε καλές σχέσεις και τελικά. παραδόθηκα! Γινόταν κουβέντες για χρόνια αλλά εγώ ήμουν αρνητικός συνέχεια, ειδικά όσο διάβαζα το σενάριο με τους πυροβολισμούς. Μου φαινόταν εξωπραγματικό να κάτσω και ν’ ασχοληθώ. Άλλα όταν κάποια στιγμή τέλειωναν οι Τρύπες και χρειαζόμουν να κάνω κάτι άλλο για ν’ «αποτοξινωθώ» από το προηγούμενο. Το ήξερα βέβαια ότι θα ήταν πολύ γοητευτική εμπειρία, επειδή ήξερα κι από άλλους ηθοποιούς πριν, ο Νικολαϊδης στις ταινίες του είναι Μέγας Δάσκαλος και γι’ αυτό δεν ανησυχούσα αν παίξω καλά ή όχι. Πίστευα στην καθοδήγησή του. Του δόθηκα και το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον αξιοπρεπές. Δεν ρίσκαρα τίποτα. Ήταν φοβερός δάσκαλος! Ήταν και υπέροχος άνθρωπος. Του είχα τρελή εμπιστοσύνη. Μέσα σ΄ αυτή τη διαδικασία έμαθα κι εγώ πράγματα. Δεν είμαι ηθοποιός. Το είχα δει σαν άσκηση αυτογνωσίας.
Γ. Σ. Σου αρέσεις γενικώς να πειραματίζεσαι πάνω σε μουσικές;
Δεν έχεις κι άλλο λόγο. Η μουσική από μόνη της είναι περιθώριο. Το να βολευτείς στη μουσική είναι γελοίο. Είναι σαν να βολεύεσαι σε μια σχεδία στη μέση του ωκεανού.
Γ. Σ. Τι αποδοχή έχει από τον κόσμο η δουλειά που έχεις κάνει μετά τις Τρύπες ; Η μουσική σου δεν είναι mainstream , δεν είναι λαϊκοπόπ, ούτε ψευτο-έντεχνο.
Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον τρόπο που έχει πάει στον κόσμο αυτή η νέα μου δουλειά. Ο δίσκος έγινε χρυσός. Είναι πολύ σημαντικό που έχουμε κάνει δικιά μας εταιρία, την « All Together Now ». Το ρίσκαρα και πήγε καλά. Τώρα η εταιρεία μας έχει σταθεί, κάνει κι άλλες παραγωγές -κάνω παραγωγή τον Ψαραντώνη- και γενικώς είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος. Έχουμε κάνει το δικό μας στούντιο στο Ρετζίκι. Έχουμε το δικό μας χωρόχρονο. Τα πράγματα αυτή τη στιγμή βαίνουνε στο επίπεδο όνειρο και πραγματικότητα μαζί. Υπάρχουν βέβαια προβλήματα. Πάντα θα υπάρχουν. Αλλά το κρατάμε πάντα ζωντανό.
Γ.Σ. Ποια θεωρείς πως είναι η δύναμη του Ρεμπέτικου, που συνεχίζει ακόμα να εμπνέει; Μήπως η «απαγορευμένη κουλτούρα» του χασίς;
Με τίποτα! Και σήμερα η μισή Ελλάδα καπνίζει χόρτο, αλλά δεν υπάρχει τίποτε το εμπνευσμένο για να ακούσουμε. Το Ρεμπέτικο έχει μια φοβερή γοητεία. Στον Πειραιά μετά την καταστροφή της Σμύρνης μαζεύτηκε κόσμος πολύ απογοητευμένος και πολυπολιτισμικός. Ως τότε υπήρχε μόνο το σμυρναίικο τραγούδι και η δημοτική μας παράδοση. Εκεί λοιπόν στον Πειραιά, εκείνα τα χρόνια, έγινε ένα μαγικό πράγμα, μια αλχημεία, κι έτσι ξεκίνησε ουσιαστικά η αστική μουσική στην Ελλάδα. Σ’ αυτό το «καζάνι» δημιουργήθηκε ένα μαγικό κοκτέιλ απ’ όπου δημιουργήθηκε η σύγχρονη ελληνική μουσική. Γεννιέται λοιπόν η λαϊκή μουσική και η αστική τάξη το πολεμάει. Τους βγάζει στην παρανομία, βγάζει παράνομο το μπουζούκι, τους κυνηγάει και μετά από κάποιο καιρό, βλέποντας ότι είναι πολύ ισχυρό το μήνυμα και η αισθητική που κατακτά σιγά-σιγά τον κόσμο, αρχίζει να το αποδέχεται. Έτσι γεννιέται το λαϊκό τραγούδι το οποίο βασίζεται σ’ όλους αυτούς τους απελπισμένους τύπους που τους κυνηγούσαν, όσο ζούσανε. Όταν το μήνυμα τους ξεπερνάει αυτό που κάνουν είναι να το πάρουν και να το αλλοιώσουν.
Γ.Σ. Η Εξουσία αυτούς που τους πολεμάει προσπαθεί να τους φαγοκυτώσει, να τους ενσωματώσει με στόχο να τους εξουδετερώσει…
Κοίταξε, τους πολεμάει στην αρχή με στόχο να τους περιορίσει. Βλέποντας όμως ότι το μήνυμα είναι πολύ πιο ισχυρό από τη κρατική βία, τους ενσωματώνει και τους μεταστοιχειώνει. Και φτάνουμε έτσι σήμερα τα λαϊκά τραγούδια να είναι η απόληξη του Ρεμπέτικου που γεννήθηκε στον Πειραιά. Τώρα τι σχέση έχει το ένα με το άλλο και πόσα «δηλητήρια» έχουν πέσει μέσα για να φθάσουμε σ’ αυτή την ηλιθιότητα αυτό είναι μεγάλη ιστορία.
Γ.Σ. Εσύ Γιάννη ακούς ελληνική λαϊκή μουσική;
Εγώ ακούω μόνο προπολεμικά. Και πολύ λίγα λαϊκά τραγούδια μετά τον πόλεμο. Και μετά ακούω Χατζηδάκη. Και κάποιες πολύ καλές στιγμές μερικών άλλων.
Γ.Σ. Στο Από ‘δω και Πάνω υπάρχει ένα τραγούδι που λέγεται Αιρετικό , που για ορισμένους θεωρήθηκε ως ένα «ράπισμα» προς τον «εθνάρχη» Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο.
Μπα! Έτσι φαίνεται, ήταν η αφορμή. Είδαμε να έρχεται και στην Ελλάδα ακόμη ένας παθιασμένος παπάς για να διχάσει ακόμη περισσότερο τον κόσμο. Το Αιρετικό είναι ένα τραγούδι εναντίον των φανατικών. Η αφορμή ήταν ο Χριστόδουλος.
Γ.Σ. Παρ’ όλα αυτά, μετά από αυτά που έχει πάθει ο Χριστόδουλος, δεν σου έχει δημιουργηθεί κάποιος οίκτος; Δεν τον λυπάσαι;
Κοίταξε, τον λυπάμαι. Έχασα τους γονείς μου από τον καρκίνο -και τους δύο. Δεν χαίρομαι. Ξέρεις κάποιοι φίλοι μου κάνουν πλάκα και λεν ότι «τον στοίχειωσες», «του έκανες βουντού». Αλλά δεν τον λυπάμαι γιατί οι άνθρωποι αυτοί είναι «προϊόντα εργαστηρίου», φεύγει ο ένας έρχεται ο άλλος. Μην ανησυχείς, δεν θα ξεμείνουμε από Χριστόδουλους. Ο επόμενος είναι ήδη έτοιμος. Η πλάκα είναι ότι μ’ αυτό το τραγούδι έφαγα πολύ «φλερτ» από παπάδες -Μια δυό φορές πήγα μάλιστα και τους συνάντησα, στην Πρέβεζα ας πούμε, σε κάποια μοναστήρια. Δεν ξέρω αν ήταν αντι-Χριστοδουλικοί. Το σημαντικό είναι πως αυτό το τραγούδι δεν κάνει κριτική στη θρησκεία από τ’ «αριστερά», τους τη βγήκα από μέσα. Ο στίχος «διάολε φύγε από μπροστά μου, μου κρύβεις το θεό» κάτι τους έκανε, ένιωσαν λιγάκι ανασφαλείς και ήθελαν να το συζητήσουνε μαζί μου. Εγώ πιστεύω πως εκεί είναι το θέμα, όλη η άλλη πολεμική του τραγουδιού δεν τους πειράζει. Πολύ κόσμος τους βρίζει, αλλά αυτός ο συγκεκριμένος στίχος τους έκανε λιγάκι να σοβαρευτούνε
Γ.Σ. «Ποιος σκαλίζει το σκοτάδι στην ψυχή μου κι όταν χαίρομαι ποιος κλαίει».
Καλά, αυτό είναι κλασικό. Όλες οι θρησκείες μισούν το σώμα, τη χαρά.
Μ.Κ. Υπάρχει και μια ψυχολογική υπόσταση σ’ αυτό, που για μένα είναι συγκλονιστικό. Υπάρχει μια καταγραφή της δομής της ψυχής μες το χρόνο, μες στο τώρα. Σε τι οφείλεται αυτή η έκρηξη σου;
Οι κινητήριες δυνάμεις ήταν η ευγνωμοσύνη στη μουσική και στη ζωή.
Μ.Κ. Η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα ως προς την αγάπη.Δεν ξέρω αν ο καθένας μας, όσο μεγαλώνει, βιώνει λιγότερη αγάπη και αυτό είναι θέμα «ωρίμανσης». Μήπως όμως μειώνεται η αγάπη με την αύξηση της καταναλωτικής ζωής και έλλειψης επικοινωνίας, που βιώνουμε σήμερα;
Ποτέ δεν είχε αγάπη ο πολιτισμός μας. Αυτό που συμβαίνει απλώς σήμερα, με την υπερκατανάλωση κ.α., είναι ότι χάνουμε και την τελευταία ελπίδα μπας και ταξιδέψουμε χωρίς την αγάπη. Όχι ότι είχαμε την αγάπη και τη χάσαμε. Ποτέ δεν υπήρχε αγάπη. Μιλάμε για την αγάπη αλλά. Θα έπρεπε να δίνουμε στον εαυτό μας τις δυνατότητες να ασκηθούμε προς μια τέτοια κατεύθυνση. Ένας πολιτισμός θα έπρεπε να εργάζεται και προς μια τέτοια κατεύθυνση: να δεχθεί ότι δεν υπάρχει αγάπη, ότι υπάρχει η σκέψη, η ουτοπία και η ιδέα της αγάπης πρέπει να δουλέψουμε όλοι μαζί για να φθάσουμε εκεί. Όσο περνάει ο καιρός χάνεται και η ελπίδα για να προχωρήσει ο κόσμος προς τα εκεί. Μιλάμε μόνο για την αγάπη. Είναι σαν να είμαστε ένας πλανήτης με κάτι όντα χωρίς πόδια, που από το πρωί ως το βράδυ μιλούν για το ποδόσφαιρο και κανένας δεν βάζει το θέμα ότι για να παίξουμε μπάλα χρειαζόμαστε πόδια!
Μ.Κ. Δεν είναι όμως ατομικό ζήτημα η αναζήτηση της αγάπης;
Μόνος σου δεν μπορείς να βρεις την αγάπη. Χρειάζεσαι και τους άλλους. Τίποτε δεν μπορούμε να βρούμε μόνοι μας. Όλοι έχουμε ανάγκη τους άλλους για να προχωρήσουμε.
Μ.Κ. Όμως φαίνεται να υπάρχει, συλλογικά, πολύ περισσότερο μίσος στον κόσμο απ’ ότι υπάρχει αγάπη.
Ναι βέβαια κι εδώ είναι θέμα κυρίως πολιτικής, που αποπροσανατολίζει τον κόσμο από τη θετικότητα, την εμπιστοσύνη. Εγώ πιστεύω πως το μίσος και η αγάπη δεν είναι αντίθετες έννοιες. Το μίσος είναι αποτέλεσμα άγνοιας. Γι’ αυτό πιστεύω πως το αντίθετο της αγάπης είναι το σκοτάδι. Και μέσα στο σκοτάδι πολύ εύκολα μισείς. Είναι ο φόβος που δημιουργεί το μίσος. Ο φόβος της άγνοιας, που δεν ξέρεις ποιος είσαι, από πού έρχεσαι, τι θα έπρεπε να είσαι και ίσως και καταπιεσμένα ένστικτα εξέλιξης μέσα μας, που είναι ισχυρά αλλά δεν μας επιτρέπεται να τα εξελίξουμε.
Γ.Σ. Υπάρχει Γιάννη στην Ελλάδα μια διάχυτη «κρίση ταυτότητας», η οποία δημιουργεί μια σειρά από φοβικά αντανακλαστικά. Γι’ αυτό έχουμε στην εποχή μας μια έξαρση του θεοσυντηρηρισμού, του εθνικισμού κλπ. που ποντάρουν στο φόβο -και η πηγή του φόβου είναι η άγνοια. Τι μπορούμε να αντιτάξουμε εμείς σ’ αυτό το επελαύνον σκοτάδι;
Εν κατακλείδι φταίει ένα ολόκληρο σύστημα για την άγνοιά μας, που μεγαλώνουμε μέσα στο σκοτάδι, μες το φόβο και μες το μίσος. Θέλουν μ’ αυτόν τον τρόπο να μας διαχειρίζονται και να κάνουν πιο εύκολα τις δουλειές τους. Τα όπλα, τα ναρκωτικά και η πορνεία είναι τα μεγαλύτερα εμπόρια στον πλανήτη μας. Έτσι σήμερα έχουμε τη μονογαμία, το φόβο και το μίσος για τα όπλα και τα ναρκωτικά για όσους δεν αντέχουν την πραγματικότητα. Άντε να βρεις τον εαυτό σου μέσα σ’ όλα αυτά. Στο σχολείο σ’ έχουν καταστρέψει ήδη. Εγώ στα τριάντα μου ανακάλυψα τον Πλάτωνα, διάβασα το Συμπόσιο και διάφορα άλλα «μαγικά» βιβλία. Και πλέον είναι στη «φλίπα» και στην ορμή του καθένα ν’ ανοίξει τα μάτια του, να προσπαθήσει να διακρίνει κάτι μες στο σκοτάδι, να ασκηθεί προς τη συνειδητότητα.
Γ.Σ. Η εκλογή του Ψωμιάδη αποτέλεσε ένα είδος «πολιτισμικού σοκ» για την «άλλη Θεσσαλονίκη». Αυτός ο άνθρωπος υποτίθεται πως εκπροσωπεί τη Θεσσαλονίκη κι εμφανίζεται κάθε τρεις και λίγο στα ΜΜΕ λέγοντας ένα σωρό ανοησίες. Εμένα προσωπικά δεν με εκπροσωπεί καθόλου. Εκπροσωπεί μόνον κάτι που απεχθάνομαι: την «ελληναράδικη μαγκιά».
Πέρυσι την άνοιξη, μετά από μια ηχογράφηση, ξεμείναμε με τον Νίκο Βελιώτη στην Τσιμισκή και τρώγαμε ένα σάντουιτς. Κατέβαιναν, που λες, ορδές αμάξια το Σαββατόβραδο και έβγαιναν αργά-αργά γιατί είχε traffic κι έτσι μπορούσαμε να παρατηρήσούμε τις φάτσες τους πίσω από τα τζάμια. Τότε καταλάβαμε πολύ καλά γιατί βγήκε Νομάρχης ο Ψωμιάδης: Ήταν ένα ποτάμι ηλιθιότητας! Ποιος μιλάει σ’ αυτό το «ποτάμι»; Ο αρχι-ηλίθιος! Αυτός που χαϊδεύει την ηλιθιότητά τους.
Γ.Σ. Γιατί συμβαίνει όμως αυτό;
Στη Θεσσαλονίκη το σκοτάδι είναι καλά δικτυωμένο. Είναι μια πόλη που προκαλούσε πάντα ανασφάλεια σε ορισμένους. Είμαστε οι λεγόμενες «Νέες Χώρες» -πήραμε τη Θεσσαλονίκη το 1912: Μια πόλη που όλη της η αίγλη τελειώνει ουσιαστικά μετά την παράδοσή της στους Έλληνες! Γιατί έπρεπε να ξεκαθαρίσουν την πολυπολιτισμικότητά της, να διώξουν μουσουλμάνους και Εβραίους, να βάλουν το δικό μας εθνικό στοιχείο, να οργανώσουν τα κατηχητικά και τον ορθόδοξο φανατισμό, να φτιάξουν ουσιαστικά μια πόλη στην οποία δεν υπάρχει κανένας αντίλογος, μια πόλη ολοφάνερα Ελληνική, άρα ολοφάνερα ηλίθια -και το κατάφεραν!
Γ.Σ. Και τώρα αναπνέουμε όλη αυτή την «εθνικιστική μούχλα», με τους νεομακεδονομάχους, που θέλουν να ξανακατεβάσουν το λαό σε διαδηλώσεις για το όνομα Μακεδονία .
Θυμάμαι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν έγιναν οι πρώτες διαδηλώσεις και είχαμε τον Κοσμόπουλο για δήμαρχο, που χαιρετούσε τα πλήθη σαν τον Χίτλερ. Το μόνο που βγάλαμε τότε προς τα έξω ήταν ότι θέλαμε να «μπούμε» στα Σκόπια. Το «Η Μακεδονία Είναι Ελληνική» σαν σύνθημα αυτό έλεγε. Έρχονταν φίλοι μου από το εξωτερικό και με ρωτούσαν: «Είστε επεκτατιστές;» Δεν είχαν καταλάβει τι εννοούσαμε. Δεν καταφέραμε καν να μεταδώσουμε τι εννοούσαμε, όταν μάλιστα είχαμε τον Κοσμόπουλο να χαιρετάει σαν τον Χίτλερ, παπάδες και πιτσιρίκια να φωνάζουν σαν αφιονισμένα, να κρατάνε σημαίες, και όλοι αυτοί ήταν χιλιάδες. Θυμάμαι τότε πως σκέφτηκα: «Ετοιμάζουν φρέσκο κρέας για πόλεμο».
Γ.Σ. Ναι αλλά δεν έχουν αρχίσει να κουράζουν όλοι αυτοί οι εθνολαϊκιστές;
Πως κουράζουν, αφού έχει καταφέρει να ξαναβγεί ο Ψωμιάδης. Όλο και περισσότερο αυτό φουντώνει. Ήρθανε και οι μετανάστες, όπου δεν συνέβη αυτό που συνέβη στην Αθήνα. Εκεί κάπου χάνεται το παιχνίδι και κάπου κερδίζεται. Έχουν δημιουργηθεί πολυπολιτισμικές γειτονιές, όπου ζουν μια χαρά οι άνθρωποι. Όχι ότι δεν υπάρχουν κι εκεί προβλήματα. Εμείς τους μετανάστες μας δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν. Κυκλοφορείς στο κέντρο και δεν καταλαβαίνεις ότι αυτή η πόλη έχει μετανάστες -στην πραγματικότητα έχει κοντά διακόσιες χιλιάδες. Όταν τους περιθωριοποιείς ουσιαστικά τους οδηγείς και στο έγκλημα για να έχεις μετά να λες ότι οι μετανάστες φέρνουν το έγκλημα. Πρώτα γεννάς εσύ το αυγό και μετά η κότα. Άσε που το λεγόμενο «οικονομικό θαύμα» της Ελλάδας οφείλεται κυρίως στους μετανάστες. Ποιο «οικονομικό θαύμα» δηλαδή, αφού η μισή Ελλάδα χρωστάει.
Γ.Σ. Οι τράπεζες είναι μια μορφή μετα-φεουδαρχίες. Όλοι όσοι χρωστούν στις τράπεζες δεν είναι σε καλύτερη μοίρα από τους δουλοπάροικούς του Μεσαίωνα που είχαν υποθηκεύσει τη ζωή τους στους φεουδάρχες.
Το ίδιο πράγμα είναι. Άλλωστε όλοι είμαστε σκλάβοι. Όλοι. Απλώς κάποιοι είναι λίγο πιο ευνοημένοι και νομίζουν πως είναι άρχοντες! Αφού αυτός ο πλανήτης δεν μας δίνει τη δυνατότητα να εξελιχθούμε.
Γ.Σ. Εσύ πάντως επιμένεις να ζεις στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα στην Επανομή, ούτε καν στο κέντρο της πόλης.
Δεν μπορώ να ζήσω μέσα στην πόλη. Είναι αφόρητη! Εμένα μ’ ενδιαφέρει να ζω, δεν μ’ ενδιαφέρει να υπάρχω στο φυσικό χώρο. Θέλω να είμαι ευτυχισμένος και όχι επιτυχημένος.
Γ.Σ. Ένα από τα διλήμματα της εποχής μας είναι το «ασφάλεια ή ελευθερία». Από την τρομοϋστερία του Μπους μέχρι τους λογαριασμούς που πρέπει να πληρώσεις κάθε μήνα.
Αυτό είναι ψευδο-δίλημμα. Γιατί δεν υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι σήμερα. Απλά υπάρχουν άνθρωποι που είναι σε χειρότερη κατάσταση και άνθρωποι που είναι σε καλύτερη, από την άποψη της εξέλιξης, επειδή δίνουν τον αέρα στο πνεύμα τους να εξελιχθεί. Ελεύθερος πάντως δεν είναι κανένας. Ο κόσμος μας δεν προχωράει. Ακόμη και η τεχνολογία χρησιμοποιείται για να μας κάνουν πιο εύκολα «μηχανάκια».
Γ. Σ. Ζούμε στην εποχή της τηλεδικτατορίας. Αλήθεια, βλέπεις καθόλου τηλεόραση;
Εμείς είμαστε μια κοινότητα ανθρώπων καθ’ όλα ολοζώντανη που κανένας δεν βλέπει τηλεόραση. Ασχολιόμαστε μαζί της μόνον όταν είναι να γελάσουμε, να σπάσουμε πλάκα. Το πρόβλημα με την τηλεόραση είναι ότι δεν δείχνει τον αντίλογό της. Αλλαζονεύει γιατί είναι το κυρίαρχο μέσο και δείχνει μια πραγματικότητα και μια Ελλάδα που δεν είναι αληθινή.
Γ.Σ. Ζούμε πλέον στην εποχή του τουρμποκαπιταλισμού, δηλαδή ο καπιταλισμός δεν γνωρίζει όρια, είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά. Έχει επεκταθεί σ’ όλο τον πλανήτη, έχει φτάσει το σημείο οι άνθρωποι να σκέφτονται τη ζωή τους με χρηματικούς όρους. Βέβαια δεν έχουμε επιλογή, τουλάχιστον δεν μπορούμε να διαλέξουμε το κύριο πιάτο, μπορούμε να διαλέξουμε μόνο το γαρνίρισμά του. Την ίδια στιγμή ο πλανήτης μας απειλείται με οικολογική καταστροφή. Δεν πιστεύεις ότι υπάρχει η επιτακτική ανάγκη να πολιτικοποιήσουμε την κατανάλωσή μας;
Κοίταξε, υπάρχει επιτακτική ανάγκη να πολιτικοποιήσουμε τα πάντα. Έτσι και αλλιώς, και σαν καταναλωτές αλλά και σαν οντότητες. Άμα σηκωθούν αύριο ένα εκατομμύριο Θεσσαλονικείς και ζητήσουν καλύτερη ζωή στην πόλη, καλύτερο αέρα, μπορεί και να το πάρουν, αλλά το θέμα είναι ότι δεν το κάνουν, δεν βγαίνουν. Ζούμε μια κατ’ εικόνα δημοκρατία και στην ουσία έχουν εισαγάγει «τσιπάκια απάθειας», μέσα στο περισσότερο κόσμο.
Μ.Κ. Τα τελευταία χρόνια έχω μια αίσθηση, δεν ξέρω, ίσως επειδή είμαι ξένη και τα βλέπω τα πράγματα λίγο διαφορετικά, αλλά έχω την αίσθηση ότι οι Έλληνες δεν ζούνε τη δική τους τη ζωή αλλά σαν να ζούνε μια ζωή, όπως τους την έχουν προσχεδιάσει οι άλλοι, οι γονείς, οι συγγενείς, η τηλεόραση, οι φίλοι, δηλαδή μια ζωή είναι σε μία κατάσταση «τι θα πουν οι άλλοι». Ο Έλληνας και στο τι θα φορέσει αποφασίζει από τη βιτρίνα, μιμείται τους άλλους, ενημερώνεται για το τι έκανε ο διπλανός, ο κολλητός και αυτό σε καθημερινή βάση, μην του ξεφύγει τίποτα, μην κάνει ο άλλος κάτι ή κερδίζει κάτι παρά πάνω από τη ζωή.
Δεν ξέρω αν έχεις διαβάσει -έχει βγει πριν από δύο χρόνια περίπου- ένα γκάλοπ σε κάποια εφημερίδα νομίζω, με την ερώτηση: «Τι φοβάται ο Έλληνας σήμερα;». Είχε πολύ πλάκα τι απάντηση βγήκε πρώτη. Ποιος ήταν Νο1 Φόβος των Ελλήνων;
Μ.Κ. Ποιος;
Μην τους πούνε οι άλλοι τρελούς!
Μ.Κ. Άρα οι περισσότεροι βρίσκονται μονίμως σε μια προσπάθεια να κρύψουν την τρέλα τους;
Ναι, και αυτή είναι ό,τι καλύτερο έχουν!
Γ.Σ. Υπάρχει όμως και η δημιουργική τρέλα…
Εντάξει ας υπάρξει λίγη τρέλα και σίγουρα θα υπάρχει και δημιουργική τρέλα.
Γ.Σ. Εσύ Γιάννη δεν έκανες οικογένεια, παιδιά.
Μου φάνηκε ότι έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε μουσική και σε οικογένεια. Δεν ξέρω. Θα ήμουν δυστυχισμένος αν έπρεπε να παίξω μουσική, επειδή το παιδί μου πεινάει και πρέπει να φέρω λεφτά για να φάει. Παρόλα αυτά μ’ αρέσει η ζωή μου.
Γ.Σ. Παρ’ όλα αυτά η μουσική είναι και μια δουλειά, η οποία πρέπει να συνεχίζεται, όταν κάνεις μια μουσική καριέρα.
Δεν κάνω καριέρα, πρώτον. Δεύτερον, κάνω μουσική. Και τρίτον, κάνω μουσική όσο μας επιτρέπουν να την κάνουμε όπως τη θέλουμε. Την έχω έτοιμη την εναλλακτική λύση.
Γ.Σ. Τι; Να φύγεις στην Κρήτη;
Άμα δω ότι δεν μπορώ να συνεχίσω με την ορμή μου και με την αισθητική μου, και με τον αυτοσεβασμό μου, δεν με νοιάζει αύριο αν δεν με θυμάται κανένας! Δεν έχω τέτοια, δεν μ’ ενδιαφέρει, μ’ ενδιαφέρει το τώρα και η χαρά και το γεγονός ότι καταφέρνω, καταφέρνουμε δηλαδή -γιατί υπάρχει πολύς κόσμος που κάνουμε μαζί κάτι το οποίο ταξιδεύει προς τα έξω- έχει ανταπόκριση, μας αφήνει λεφτά να ζήσουμε ωραία και τα χαίρομαι αυτά τα λεφτά. Με άλλο τρόπο δεν τα θέλω, ή έτσι θα ζω ή. ναι, θα πάω να ζήσω στη Κρήτη!
Μ.Κ. Ποια είναι η σχέση σου με το χρόνο; Ζεις το τώρα ή κάνεις προγράμματα για το μέλλον; Το χρόνο το έχεις σαν σύμμαχο ή εχθρό;
Όχι δεν τα πάω καλά με τα προγράμματα. Είμαι χαοτικός, ούτε αρχείο μπορώ να κρατήσω, ούτε το παρελθόν μου μπορώ να οργανώσω. Αλλά το χρόνο τον έχω σύμμαχο, καλά πάω με το χρόνο, δηλαδή όταν, για παράδειγμα έχω δουλειές παράπλευρες που δεν μου αρέσουν, όμως πρέπει να τις κάνω για να βγει ένας δίσκος, τρέχω και τα κάνω. Έχω και τις άλλες περιόδους που κλειδώνομαι να γίνω «μηχάνημα», για να μπορέσει να λειτουργήσει το σύστημα « All Together Now », αλλά αυτό είναι μια δυο εβδομάδες το χρόνο.
Μ.Κ. Άρα, εσύ είσαι ο κυρίαρχος του χρόνου σου.
Ναι, έτσι νιώθω .
Γ.Σ. Ποια είναι η τελευταία σου δουλειά που βγαίνει, απ’ ότι ξέρω πρόσφατα, από την « All Together Now » ;
Το κάναμε μαζί με το Νίκο Βελιώτη, και ο δίσκος λέγεται «Πότε θα Φτάσουμε Εδώ;» Επίσης κυκλοφορεί συγχρόνως κι ένας δίσκος που έκανα παραγωγή στον Ψαραντώνη που βγαίνει κι αυτός από την « All Together Now », ταυτόχρονα το Δεκέμβριο. Και ο άλλος δίσκος λέγεται «Να ‘χεν η Θάλασσα Βουνά» Γενικώς στην « All Together Now » θα έχουμε από δω και πέρα πολλές προτάσεις -να ξέρει ο κόσμος ότι όταν βγάζουμε κάτι καινούργιο θα είναι και μία καινούργια πρόταση, δεν θα είναι στάσιμα τα νερά, άλλη φορά πετυχημένο, την άλλη λιγότερο πετυχημένο, δεν έχει σημασία. Νομίζω ότι σε κανέναν τόπο, και στην Ελλάδα, άνθρωποι που δουλεύουν με μεράκι και με πάθος πήγανε άσχημα, πηγαίνουν τουλάχιστον καλά, και πολλές φορές πολύ καλά. Αν έχεις κάτι δυνατό να μεταφέρεις θα πάει εκεί που είναι να πάει, αν έχεις μάλλον κάτι τίμιο να μεταφέρεις, κάτι καθαρό. Μπορεί να φάω τα μούτρα μου στον τοίχο, αλλά θα ακούσετε κάτι που σίγουρα δεν θα ακούσετε από έναν τύπο αραχτό στον καναπέ.
Μ.Κ. Πάμε λίγο πίσω, στο Από ‘δω και Πάνω . Στο δεύτερο CD έχει πράγματα που ακούγονται σαν πλάκα της παρέας, και όχι ως αποτέλεσμα «σοβαρής» δουλειάς.
Όχι, όχι καθόλου, έχει κάποια κομμάτια πλάκες από παρέες, αλλά αυτά είναι λίγα. Τα πιο πολλά είναι πειραγμένα dub mix , remix των κομματιών από το πρώτο CD σε άλλες φόρμες ή το κρητικό που κάναμε «Μέσα μου ο Αέρας που Φυσά». Είναι πιο πολύ οι εναλλακτικές ιδέες πάνω στα κομμάτια του πρώτου CD . Συν καμία δυο παρέες έτσι. Μ’ αρέσει να ηχογραφώ παρέες, έχει γέλιο. Γενικά μαζεύω τέτοιες στιγμές, άσχετα αν καμιά φορά κάποιες τις δημοσιεύω.
Μ.Κ. Α, θα το ξεχνούσα: Ποια είναι η γνώμη σου για την αποποινικοποίηση των λεγόμενων «ήπιων ναρκωτικών»;
Είμαι υπέρ της αποποινικοποίησης της κάνναβής, αλλά μπορούμε να το συζητήσουμε και πιο βαθιά. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να αποποινικοποιηθούνε όλα τα ναρκωτικά. Δεν παίρνω ναρκωτικά, ας πούμε δεν έχω κανένα πάρε δώσε με τα ναρκωτικά, δεν υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, αλλά πιστεύω ότι θα έπρεπε να είναι ελεύθερα, όσο είναι ελεύθερο και το αλκοόλ το οποίο έχει καταστρέψει εκατομμύρια ανθρώπων. Κι ας διάλεγε μετά ο καθένας τι θέλει και τι δεν θέλει. Αλλά θα έπρεπε να υπάρχει και κάποια σχετική ενημέρωση για αυτούς που καπνίζουν για το τι καπνίζουν και ακόμη και πώς και πότε να το κάνουν. Γιατί δε έχει κανένα νόημα να καπνίζει κανείς απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ και να μην κάνει τίποτα άλλο στη ζωή του. Υπάρχουν ουσίες, όπως το LSD ή και η μαριχουάνα, που θα μπορούσαν, με γνώση και με τρόπο, να μας βοηθούσαν να αναπτυχθούμε. Όχι να αποβλακωθούμε. Είμαι υπέρ της αποποινικοποίησης μεν, αλλά όχι και υπέρ της κατάχρησης, δηλαδή όχι να καπνίζουμε κάθε μέρα.
Γ.Σ. Δεν χρειάζεται όμως και μια εκπαίδευση της νεολαίας για το περί τίνος πρόκειται;
Και τι, για το αλκοόλ τους δώσανε κάποια εκπαίδευση; Πάνε και σκοτώνονται κάθε μέρα γιατί πίνουν και οδηγούν μετά. Όλα αυτά τα χρόνια έχω επαφή με το θέμα. Πρώτα απ’ όλα μόλις δημιουργηθεί κάποιο θέμα για νομιμοποίηση κάνναβης την επόμενη εβδομάδα έχουμε κάποιους θανάτους από ηρωίνη! Αυτό είναι ελεγχόμενο, δηλαδή στα στέκια όπου μοιράζουν την πρέζα ξαφνικά μοιράζουν την καθαρή πρέζα. Δεν τους λένε τίποτα. Ουσιαστικά παίρνουν ξαφνικά την τριπλή ή πενταπλή ποσότητα από αυτή που έπαιρναν, φεύγουν πέντε-έξι σε μία εβδομάδα και ξανακαπακώνεται το θέμα. Ελέγχουν τα πάντα. Οπότε απ’ αυτήν την άποψη, ακόμη και για τους ηρωινομανείς θα ήταν πιο ανθρώπινο να ήταν νόμιμοι και να παίρνουνε την καθαρή τους δόση, λέγοντας τους το κράτος: «παιδιά θα πάρετε τόσο, θα προσέχετε», εφόσον είναι άρρωστος και εξαρτημένος ένας άνθρωπος. Αν θέλει να κάνει την αποτοξίνωσή του με τη μεθαδόνη να τον βοηθήσουν σε αυτό. Κρατώντας όλα στα χέρια τους, το γνωστό που κάνουν είναι να πετάνε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί. Δεν γίνεται τίποτα άλλο. Η ουσία είναι, αν θέλετε να θεραπεύσετε, να τους βοηθήσετε -νομιμοποιήστε τα, χαλαρώστε το σύστημα γύρω απ’ αυτό κι ενημερώστε τον κόσμο. Γιατί τώρα είναι και ταμπού, κανένας δεν ξέρει τι ηρωίνη θα πάρει. Αλλά όλη αυτή η συζήτηση είναι ουτοπική. Δεν πιστεύω ποτέ στην Ελλάδα να αποποινικοποιηθούν τα ναρκωτικά, γιατί πως θα κρατηθούν μετά υψηλές οι τιμές; Αφού είπαμε, οι πιο κερδοφόρες δουλειές σήμερα είναι τα όπλα, τα ναρκωτικά και η πορνεία!
Μ.Κ. Ποια είναι η ελπίδα μας για να προχωρήσουμε;
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε αυτή την εποχή είναι να κρατήσουμε ζωντανές τέτοιες κουβέντες, έτσι ώστε στις γενιές που έρχονται να περάσουν οι ιδέες ότι υπάρχει ελευθερία, υπάρχει η εξέλιξη, η τέχνη -πράγματα που κρατάνε σε εγρήγορση ένα μικρό, έστω, ποσοστό του πληθυσμού. Να υπάρξει μια αλυσίδα, ένα κεράκι αναμμένο, που θα παραδίδεται από τον ένα «θύλακα αφυπνισμένων» στον επόμενο γιατί, αν σβήσει κι αυτό το κεράκι, πάει τελειώσαμε! Αυτό θα βοηθήσει κάποια άλλα μυαλά αργότερα για να συνεχίσουν. Μπορεί να χρειαστούν άλλες εκατό γενιές αλλά το πράγμα θα προχωρήσει. Η δουλειά σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια είναι κρατάμε αυτό το κεράκι αναμμένο.
Πηγή: Περιοδικό ΖΕΝΙΘ, Νο 17, Δεκέμβριος 2007-Ιανουάριος 2008