Δαιμονισμένοι
μ’ απόκοσμους σπασμούς
και βιαστικές ανάσες
δομήσαμε τον ιδιωτικό μας παράδεισο
στα δημόσια ουρητήρια
της όμορφης πλατείας
Έτσι όπως καθόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον
με κάποιους να κοιμούνται απαλά
με κάποιους να συζητάνε γελαστοί
με κάποιους ν’ ακούνε την ήσυχη μουσική
θα ήθελα να’ ρχόταν ένας αόρατος ινδιάνος
δίχως να το καταλάβουμε να μας βαλσαμώσει
και να γεμίσει το σπίτι ως απάνω με φορμόλη
για να κολυμπάει ανάμεσα απ’ τα ακίνητα κορμιά μας
η ευτυχία δια παντός
και να έρχονται μετά από αιώνες οι δάσκαλοι
με τα καλωδιωμένα παιδιά
που θα φέρουν ρυθμιστές συναισθημάτων,
ενσωματωμένες μνήμες και ψηφιακά μάτια
προσπαθώντας να τα μάθουν
τι εννοούσαν κάποτε οι άνθρωποι
με τη λέξη χαρά
Κανένα μίσος για τα ζευγαράκια
που μπροστά μας απολαμβάνουν τον έρωτα τους
είναι τόσο αθώα όσο και τα παιδάκια
που παίζοντας κυνηγητό στο δάσος
σύνθλιψαν κάποια μυρμήγκια
|