Ενα κείμενο του Αχιλλέα . Κατιτίς της εποχής. Μια φωτογραφία κάποιων δυναμικών. Από μέσα μου και γύρω μου , όπως λέει και ο ίδιος
Ένα συμπυκνωμένο χαμόγελο
σπίθες στα μάτια
παλλόμενα μυαλά συντονίζονται
κομμάτια φλόγας ανεβαίνουν απ’ την καρδιά
ο ουρανός ανοιχτός
η γη εύφορη
μυρωδιά ανθρώπινης άνοιξης.
Βαρεθήκαμε
να πνιγόμαστε
να μη μιλάμε
να παγώνουμε σε αμήχανα χείλη
να μη πηδάμε στο κενό
να παραλύουμε στη ζεστασιά της επαφής
να προσπαθούμε να ξεχνάμε ξανά και ξανά ότι το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη
να δεχόμαστε να ρωτάμε αν θα νικήσουμε
να κρυβόμαστε σε ανήλιαγα καταφύγια
να πλατσουρίζουμε στην ασφάλεια της νεκρής σιγουριάς
να ανεχόμαστε την οσμή του σάπιου
να σπαταλάμε τις ανάσες μας.
Στον τοίχο γράφτηκε «μπροστά δεν ξέρω τι θα βρω μα πίσω δε γυρνάω»
ξεκινήσαμε
πολλοί
διαφορετικοί
μαζί
πιασμένοι με το αόρατο νήμα της συνείδησης
με τα πόδια να τρέμουν απ’ το φόβο
μα ένας φόβος νικάει όλους τους άλλους
ο φόβος να μη σεβαστούμε τη ζωή.
Η πορεία ξεκίνησε ένα βράδυ
ξημερώνει
γκρεμίσαμε τις φωλιές της συνήθειας
κι η θάλασσα αστράφτει.
απελευθέρωση
εξέγερση
δρόμος
ζωή
|